Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
παρεμφερής
View word page
παρεμποδών
in the way
ShortDef
in the way
Debugging
Headword:
παρεμποδών
Headword (normalized):
παρεμποδών
Headword (normalized/stripped):
παρεμποδων
IDX:
66724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66725
Key:
Data
{'content': 'in the way'}