Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
παρεμφατικός
View word page
παρεμποδισμός
obstruction

ShortDef

obstruction

Debugging

Headword:
παρεμποδισμός
Headword (normalized):
παρεμποδισμός
Headword (normalized/stripped):
παρεμποδισμος
IDX:
66723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66724
Key:

Data

{'content': 'obstruction'}