Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
παρεμφαίνω
παρεμφάρακτος
παρέμφασις
View word page
παρεμποδίζω
to be a hindrance

ShortDef

to be a hindrance

Debugging

Headword:
παρεμποδίζω
Headword (normalized):
παρεμποδίζω
Headword (normalized/stripped):
παρεμποδιζω
IDX:
66722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66723
Key:

Data

{'content': 'to be a hindrance'}