Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
παρέμπτωσις
View word page
παρεμπλαστικός
of or for stopping the pores

ShortDef

of or for stopping the pores

Debugging

Headword:
παρεμπλαστικός
Headword (normalized):
παρεμπλαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρεμπλαστικος
IDX:
66719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66720
Key:

Data

{'content': 'of or for stopping the pores'}