Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
παρεμπόρευμα
παρεμπορεύομαι
View word page
παρεμπίπτω
to fall in by the way, creep

ShortDef

to fall in by the way, creep

Debugging

Headword:
παρεμπίπτω
Headword (normalized):
παρεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
παρεμπιπτω
IDX:
66718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66719
Key:

Data

{'content': 'to fall in by the way, creep'}