Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
παρεμπολάω
View word page
παρεμπίπλημι
to fill secretly with

ShortDef

to fill secretly with

Debugging

Headword:
παρεμπίπλημι
Headword (normalized):
παρεμπίπλημι
Headword (normalized/stripped):
παρεμπιπλημι
IDX:
66716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66717
Key:

Data

{'content': 'to fill secretly with'}