Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
παρεμποιέω
View word page
παρεμπίνω
drink to excess
ShortDef
drink to excess
Debugging
Headword:
παρεμπίνω
Headword (normalized):
παρεμπίνω
Headword (normalized/stripped):
παρεμπινω
IDX:
66715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66716
Key:
Data
{'content': 'drink to excess'}