Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
παρεμποδών
View word page
παρεμπηδάω
make an incursion, interfere

ShortDef

make an incursion, interfere

Debugging

Headword:
παρεμπηδάω
Headword (normalized):
παρεμπηδάω
Headword (normalized/stripped):
παρεμπηδαω
IDX:
66714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66715
Key:

Data

{'content': 'make an incursion, interfere'}