Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
παρεμποδίζω
παρεμποδισμός
View word page
παρεμπάσσω
sprinkle

ShortDef

sprinkle

Debugging

Headword:
παρεμπάσσω
Headword (normalized):
παρεμπάσσω
Headword (normalized/stripped):
παρεμπασσω
IDX:
66713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66714
Key:

Data

{'content': 'sprinkle'}