Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
παρεμπλοκή
View word page
παρεμμανής
somewhat mad

ShortDef

somewhat mad

Debugging

Headword:
παρεμμανής
Headword (normalized):
παρεμμανής
Headword (normalized/stripped):
παρεμμανης
IDX:
66711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66712
Key:

Data

{'content': 'somewhat mad'}