Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
παρεμπλέκω
View word page
παρεμμαίνομαι
to be somewhat mad

ShortDef

to be somewhat mad

Debugging

Headword:
παρεμμαίνομαι
Headword (normalized):
παρεμμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεμμαινομαι
IDX:
66710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66711
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat mad'}