Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
παρεμπλαστικός
View word page
παρεμβύω
to stuff in
ShortDef
to stuff in
Debugging
Headword:
παρεμβύω
Headword (normalized):
παρεμβύω
Headword (normalized/stripped):
παρεμβυω
IDX:
66709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66710
Key:
Data
{'content': 'to stuff in'}