Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
παρεμπίπτω
View word page
παρεμβολοθέτης
one who fixes a camp

ShortDef

one who fixes a camp

Debugging

Headword:
παρεμβολοθέτης
Headword (normalized):
παρεμβολοθέτης
Headword (normalized/stripped):
παρεμβολοθετης
IDX:
66708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66709
Key:

Data

{'content': 'one who fixes a camp'}