Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
παρεμπίπραμαι
View word page
παρεμβολοειδής
like an interjection

ShortDef

like an interjection

Debugging

Headword:
παρεμβολοειδής
Headword (normalized):
παρεμβολοειδής
Headword (normalized/stripped):
παρεμβολοειδης
IDX:
66707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66708
Key:

Data

{'content': 'like an interjection'}