Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
παρεμπηδάω
παρεμπίνω
παρεμπίπλημι
View word page
παρεμβολικός
as in a camp
ShortDef
as in a camp
Debugging
Headword:
παρεμβολικός
Headword (normalized):
παρεμβολικός
Headword (normalized/stripped):
παρεμβολικος
IDX:
66706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66707
Key:
Data
{'content': 'as in a camp'}