Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
παρεμμανής
παρεμμίγνυμι
παρεμπάσσω
View word page
παρεμβλέπω
to look askance
ShortDef
to look askance
Debugging
Headword:
παρεμβλέπω
Headword (normalized):
παρεμβλέπω
Headword (normalized/stripped):
παρεμβλεπω
IDX:
66703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66704
Key:
Data
{'content': 'to look askance'}