Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
παρεμμαίνομαι
View word page
παρεμβαίνω
fit in
ShortDef
fit in
Debugging
Headword:
παρεμβαίνω
Headword (normalized):
παρεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
παρεμβαινω
IDX:
66700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66701
Key:
Data
{'content': 'fit in'}