Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
παρεμβολοθέτης
παρεμβύω
View word page
παρελπίζω
to be disappointed in one's hopes of
ShortDef
to be disappointed in one's hopes of
Debugging
Headword:
παρελπίζω
Headword (normalized):
παρελπίζω
Headword (normalized/stripped):
παρελπιζω
IDX:
66699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66700
Key:
Data
{'content': "to be disappointed in one's hopes of"}