Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
παρεμβολοειδής
View word page
παρέλκω
to draw aside, pervert

ShortDef

to draw aside, pervert

Debugging

Headword:
παρέλκω
Headword (normalized):
παρέλκω
Headword (normalized/stripped):
παρελκω
IDX:
66697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66698
Key:

Data

{'content': 'to draw aside, pervert'}