Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
παρεμβολικός
View word page
παρελκυστής
one who protracts

ShortDef

one who protracts

Debugging

Headword:
παρελκυστής
Headword (normalized):
παρελκυστής
Headword (normalized/stripped):
παρελκυστης
IDX:
66696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66697
Key:

Data

{'content': 'one who protracts'}