Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
παρέμβλησις
παρεμβολή
View word page
παρελκυσμός
protraction

ShortDef

protraction

Debugging

Headword:
παρελκυσμός
Headword (normalized):
παρελκυσμός
Headword (normalized/stripped):
παρελκυσμος
IDX:
66695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66696
Key:

Data

{'content': 'protraction'}