Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρεμβλαστάνω
παρεμβλέπω
View word page
παρελκόντως
superfluously
ShortDef
superfluously
Debugging
Headword:
παρελκόντως
Headword (normalized):
παρελκόντως
Headword (normalized/stripped):
παρελκοντως
IDX:
66693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66694
Key:
Data
{'content': 'superfluously'}