Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
παρεμβαίνω
View word page
παρέλασις
riding past

ShortDef

riding past

Debugging

Headword:
παρέλασις
Headword (normalized):
παρέλασις
Headword (normalized/stripped):
παρελασις
IDX:
66690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66691
Key:

Data

{'content': 'riding past'}