Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
παρέλλειψις
παρελπίζω
View word page
παρέκχυσις
an overflowing

ShortDef

an overflowing

Debugging

Headword:
παρέκχυσις
Headword (normalized):
παρέκχυσις
Headword (normalized/stripped):
παρεκχυσις
IDX:
66689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66690
Key:

Data

{'content': 'an overflowing'}