Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
παρέλκω
View word page
παρεκχέω
to pour out by degrees

ShortDef

to pour out by degrees

Debugging

Headword:
παρεκχέω
Headword (normalized):
παρεκχέω
Headword (normalized/stripped):
παρεκχεω
IDX:
66687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66688
Key:

Data

{'content': 'to pour out by degrees'}