Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεκτικός
παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
παρέκτωρ
παρεκφαίνομαι
παρεκφέρω
παρεκχέω
παρέκχυμα
παρέκχυσις
παρέλασις
παρελαύνω
παρελέγχω
παρελκόντως
παρέλκυσις
παρελκυσμός
παρελκυστής
View word page
παρεκφέρω
abuse
ShortDef
abuse
Debugging
Headword:
παρεκφέρω
Headword (normalized):
παρεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
παρεκφερω
IDX:
66686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66687
Key:
Data
{'content': 'abuse'}