Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκπροφεύγω
παρεκπυρόομαι
παρεκπύρωσις
παρεκρέω
παρεκρίπτω
παρεκστροφή
παρέκτασις
παρεκτατέον
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέον
παρεκτέος
παρεκτίθημι
παρεκτικός
παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
παρεκτρίβομαι
παρεκτροπή
παρεκτροχάζω
View word page
παρεκτέον
one must furnish, afford

ShortDef

one must furnish, afford

Debugging

Headword:
παρεκτέον
Headword (normalized):
παρεκτέον
Headword (normalized/stripped):
παρεκτεον
IDX:
66673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66674
Key:

Data

{'content': 'one must furnish, afford'}