Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκπεράω
παρεκπίπτω
παρεκπληρόω
παρεκπροφεύγω
παρεκπυρόομαι
παρεκπύρωσις
παρεκρέω
παρεκρίπτω
παρεκστροφή
παρέκτασις
παρεκτατέον
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέον
παρεκτέος
παρεκτίθημι
παρεκτικός
παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
παρεκτρέχω
View word page
παρεκτατέον
one must attribute extension to

ShortDef

one must attribute extension to

Debugging

Headword:
παρεκτατέον
Headword (normalized):
παρεκτατέον
Headword (normalized/stripped):
παρεκτατεον
IDX:
66670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66671
Key:

Data

{'content': 'one must attribute extension to'}