Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεκπέμπω
παρεκπεράω
παρεκπίπτω
παρεκπληρόω
παρεκπροφεύγω
παρεκπυρόομαι
παρεκπύρωσις
παρεκρέω
παρεκρίπτω
παρεκστροφή
παρέκτασις
παρεκτατέον
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέον
παρεκτέος
παρεκτίθημι
παρεκτικός
παρέκτοπος
παρεκτός
παρεκτρέπω
View word page
παρέκτασις
stretching out, extension
ShortDef
stretching out, extension
Debugging
Headword:
παρέκτασις
Headword (normalized):
παρέκτασις
Headword (normalized/stripped):
παρεκτασις
IDX:
66669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66670
Key:
Data
{'content': 'stretching out, extension'}