Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκλέγω
παρεκλείπω
παρεκλύω
παρεκμανθάνω
παρεκνέομαι
παρεκνεύω
παρεκπέμπω
παρεκπεράω
παρεκπίπτω
παρεκπληρόω
παρεκπροφεύγω
παρεκπυρόομαι
παρεκπύρωσις
παρεκρέω
παρεκρίπτω
παρεκστροφή
παρέκτασις
παρεκτατέον
παρεκτείνω
παρεκτελέω
παρεκτέον
View word page
παρεκπροφεύγω
to flee forth from, elude

ShortDef

to flee forth from, elude

Debugging

Headword:
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized):
παρεκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
παρεκπροφευγω
IDX:
66663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66664
Key:

Data

{'content': 'to flee forth from, elude'}