Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκδύομαι
παρεκεῖ
παρέκθεσις
παρεκθέω
παρεκθλίβω
παρεκκαθαίρω
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκλείπω
παρεκλύω
παρεκμανθάνω
παρεκνέομαι
παρεκνεύω
παρεκπέμπω
παρεκπεράω
παρεκπίπτω
παρεκπληρόω
παρεκπροφεύγω
παρεκπυρόομαι
παρεκπύρωσις
παρεκρέω
View word page
παρεκμανθάνω
learn incidentally

ShortDef

learn incidentally

Debugging

Headword:
παρεκμανθάνω
Headword (normalized):
παρεκμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
παρεκμανθανω
IDX:
66656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66657
Key:

Data

{'content': 'learn incidentally'}