Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχασμός
ἀνατρυγάω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατύπωμα
ἀνατυπωτικός
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
ἀναυδάω
ἀναυδής
ἀναύδητος
ἀναυδία
ἄναυδος
View word page
ἀνατυλίσσω
to unroll

ShortDef

to unroll

Debugging

Headword:
ἀνατυλίσσω
Headword (normalized):
ἀνατυλίσσω
Headword (normalized/stripped):
ανατυλισσω
IDX:
6664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6665
Key:

Data

{'content': 'to unroll'}