Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεκβαίνω
παρεκβάλλω
παρέκβασις
παρεκβατικός
παρεκβολεύομαι
παρεκβολή
παρεκβολικός
παρεκδέχομαι
παρεκδίδωμι
παρεκδοχή
παρεκδύομαι
παρεκεῖ
παρέκθεσις
παρεκθέω
παρεκθλίβω
παρεκκαθαίρω
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
παρεκλείπω
παρεκλύω
παρεκμανθάνω
View word page
παρεκδύομαι
slip out secretly

ShortDef

slip out secretly

Debugging

Headword:
παρεκδύομαι
Headword (normalized):
παρεκδύομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεκδυομαι
IDX:
66646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66647
Key:

Data

{'content': 'slip out secretly'}