Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεισφρέω
παρεισχέω
παρέκ
παρεκβαίνω
παρεκβάλλω
παρέκβασις
παρεκβατικός
παρεκβολεύομαι
παρεκβολή
παρεκβολικός
παρεκδέχομαι
παρεκδίδωμι
παρεκδοχή
παρεκδύομαι
παρεκεῖ
παρέκθεσις
παρεκθέω
παρεκθλίβω
παρεκκαθαίρω
παρεκκλίνω
παρεκλέγω
View word page
παρεκδέχομαι
take in a wrong sense, misconstrue
ShortDef
take in a wrong sense, misconstrue
Debugging
Headword:
παρεκδέχομαι
Headword (normalized):
παρεκδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεκδεχομαι
IDX:
66643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66644
Key:
Data
{'content': 'take in a wrong sense, misconstrue'}