Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεισφθείρομαι
παρεισφρέω
παρεισχέω
παρέκ
παρεκβαίνω
παρεκβάλλω
παρέκβασις
παρεκβατικός
παρεκβολεύομαι
παρεκβολή
παρεκβολικός
παρεκδέχομαι
παρεκδίδωμι
παρεκδοχή
παρεκδύομαι
παρεκεῖ
παρέκθεσις
παρεκθέω
παρεκθλίβω
παρεκκαθαίρω
παρεκκλίνω
View word page
παρεκβολικός
discursive

ShortDef

discursive

Debugging

Headword:
παρεκβολικός
Headword (normalized):
παρεκβολικός
Headword (normalized/stripped):
παρεκβολικος
IDX:
66642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66643
Key:

Data

{'content': 'discursive'}