Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεισφέρω
παρεισφθείρομαι
παρεισφρέω
παρεισχέω
παρέκ
παρεκβαίνω
παρεκβάλλω
παρέκβασις
παρεκβατικός
παρεκβολεύομαι
παρεκβολή
παρεκβολικός
παρεκδέχομαι
παρεκδίδωμι
παρεκδοχή
παρεκδύομαι
παρεκεῖ
παρέκθεσις
παρεκθέω
παρεκθλίβω
παρεκκαθαίρω
View word page
παρεκβολή
digression

ShortDef

digression

Debugging

Headword:
παρεκβολή
Headword (normalized):
παρεκβολή
Headword (normalized/stripped):
παρεκβολη
IDX:
66641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66642
Key:

Data

{'content': 'digression'}