Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεισπράσσω
παρεισρέω
παρεισφέρω
παρεισφθείρομαι
παρεισφρέω
παρεισχέω
παρέκ
παρεκβαίνω
παρεκβάλλω
παρέκβασις
παρεκβατικός
παρεκβολεύομαι
παρεκβολή
παρεκβολικός
παρεκδέχομαι
παρεκδίδωμι
παρεκδοχή
παρεκδύομαι
παρεκεῖ
παρέκθεσις
παρεκθέω
View word page
παρεκβατικός
discursive
ShortDef
discursive
Debugging
Headword:
παρεκβατικός
Headword (normalized):
παρεκβατικός
Headword (normalized/stripped):
παρεκβατικος
IDX:
66639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66640
Key:
Data
{'content': 'discursive'}