Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχασμός
ἀνατρυγάω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατύπωμα
ἀνατυπωτικός
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
ἀναυδάω
View word page
ἀνατροφή
education
ShortDef
education
Debugging
Headword:
ἀνατροφή
Headword (normalized):
ἀνατροφή
Headword (normalized/stripped):
ανατροφη
IDX:
6660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6661
Key:
Data
{'content': 'education'}