Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
παρειλέω
παρειμένως
πάρειμι
πάρειμι2
παρεῖπον
παρείργω
παρείρω
παρεισάγω
παρεισαγωγή
παρείσακτος
παρεισβαίνω
παρεισβάλλω
View word page
παρειμένως
remissly, slackly

ShortDef

remissly, slackly

Debugging

Headword:
παρειμένως
Headword (normalized):
παρειμένως
Headword (normalized/stripped):
παρειμενως
IDX:
66602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66603
Key:

Data

{'content': 'remissly, slackly'}