Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνατριπλόω
ἀνατριπτέον
ἀνάτριπτος
ἀνατριχόομαι
ἀνάτριχος
ἀνατριχοφυέω
ἀνάτριψις
ἀνατροπεύς
ἀνατροπή
ἀνατροπιάζω
ἀνατροφεύς
ἀνατροφή
ἀνατροχασμός
ἀνατρυγάω
ἀναττικός
ἀνατυλίσσω
ἀνατυπόω
ἀνατύπωμα
ἀνατυπωτικός
ἀνατυρβάζω
ἀναύγητος
View word page
ἀνατροφεύς
nurturer

ShortDef

nurturer

Debugging

Headword:
ἀνατροφεύς
Headword (normalized):
ἀνατροφεύς
Headword (normalized/stripped):
ανατροφευς
IDX:
6659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6660
Key:

Data

{'content': 'nurturer'}