Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
View word page
ἀγοραστής
the slave who bought provisions for the house, the purveyor
ShortDef
the slave who bought provisions for the house, the purveyor
Debugging
Headword:
ἀγοραστής
Headword (normalized):
ἀγοραστής
Headword (normalized/stripped):
αγοραστης
IDX:
665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-666
Key:
Data
{'content': 'the slave who bought provisions for the house, the purveyor'}