Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
παρειλέω
παρειμένως
πάρειμι
πάρειμι2
παρεῖπον
View word page
παρειά
the cheek
ShortDef
the cheek
Debugging
Headword:
παρειά
Headword (normalized):
παρειά
Headword (normalized/stripped):
παρεια
IDX:
66595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66596
Key:
Data
{'content': 'the cheek'}