Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
παρειλέω
παρειμένως
πάρειμι
πάρειμι2
View word page
παρέζομαι
to sit beside
ShortDef
to sit beside
Debugging
Headword:
παρέζομαι
Headword (normalized):
παρέζομαι
Headword (normalized/stripped):
παρεζομαι
IDX:
66594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66595
Key:
Data
{'content': 'to sit beside'}