Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
παρειλέω
παρειμένως
πάρειμι
View word page
πάρεδρος
sitting beside

ShortDef

sitting beside

Debugging

Headword:
πάρεδρος
Headword (normalized):
πάρεδρος
Headword (normalized/stripped):
παρεδρος
IDX:
66593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66594
Key:

Data

{'content': 'sitting beside'}