Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
παρειλέω
παρειμένως
View word page
παρεδρικῶς
after the manner of a familiar spirit

ShortDef

after the manner of a familiar spirit

Debugging

Headword:
παρεδρικῶς
Headword (normalized):
παρεδρικῶς
Headword (normalized/stripped):
παρεδρικως
IDX:
66592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66593
Key:

Data

{'content': 'after the manner of a familiar spirit'}