Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
παρειλέω
View word page
παρεδριάω
sit beside
ShortDef
sit beside
Debugging
Headword:
παρεδριάω
Headword (normalized):
παρεδριάω
Headword (normalized/stripped):
παρεδριαω
IDX:
66591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66592
Key:
Data
{'content': 'sit beside'}