Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
παρεικάζω
παρείκω
View word page
παρεδρία
attendance
ShortDef
attendance
Debugging
Headword:
παρεδρία
Headword (normalized):
παρεδρία
Headword (normalized/stripped):
παρεδρια
IDX:
66590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66591
Key:
Data
{'content': 'attendance'}