Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
παρεῖδον
View word page
παρεδρευτικός
persistent

ShortDef

persistent

Debugging

Headword:
παρεδρευτικός
Headword (normalized):
παρεδρευτικός
Headword (normalized/stripped):
παρεδρευτικος
IDX:
66588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66589
Key:

Data

{'content': 'persistent'}