Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
παρείας
View word page
παρεδρεία
attendance

ShortDef

attendance

Debugging

Headword:
παρεδρεία
Headword (normalized):
παρεδρεία
Headword (normalized/stripped):
παρεδρεια
IDX:
66587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66588
Key:

Data

{'content': 'attendance'}