Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρεγκυκλέω
παρεγκύκλημα
παρεγχειρέω
παρεγχείρησις
παρεγχέω
παρεγχρίμπτομαι
παρεγχρώννυμι
παρέγχυμα
παρεγχυματίζω
παρέγχυσις
παρεγχωρεῖ
παρεδρεία
παρεδρευτικός
παρεδρεύω
παρεδρία
παρεδριάω
παρεδρικῶς
πάρεδρος
παρέζομαι
παρειά
παρειάς
View word page
παρεγχωρεῖ
it is also allowed

ShortDef

it is also allowed

Debugging

Headword:
παρεγχωρεῖ
Headword (normalized):
παρεγχωρεῖ
Headword (normalized/stripped):
παρεγχωρει
IDX:
66586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66587
Key:

Data

{'content': 'it is also allowed'}